- ξενοπλανημένος
- και ξενοπλανεμένος, -η, -ο1. αυτός που απατήθηκε, που ξεγελάστηκε από ξένους2. αυτός που περιπλανήθηκε σε ξένες χώρες («ζητούσε τού Οδυσσέα τη σύγκλινη τού ξενοπλανημένου», Εφταλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πλανώμαι / πλανιέμαι].
Dictionary of Greek. 2013.